φισέκι

φισέκι
και φυσέκι και φουσέκι, το, Ν
1. φυσίγγιο
2. (μτφ. με αισχρή σημ.) συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fisek].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φισέκι — το (λ. τουρκ.), το φυσίγγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουσέκι — το, Ν βλ. φισέκι …   Dictionary of Greek

  • φυσέκι — το, Ν βλ. φισέκι …   Dictionary of Greek

  • φουσέκι — το βλ. φισέκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσέκι — το (λαθεμένη γραφή), βλ. το ορθό φισέκι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσίγγι(ο) — το μικρός κυλινδρικός σωλήνας που περιέχει γόμωση από μπαρούτι και έχει στο μπροστινό του μέρος τη βολίδα ή τα σκάγια, το φισέκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”